κρυφοτρώ(γ)ω

κρυφοτρώ(γ)ω
κρυφόφαγα, κρυφοφαγώθηκα, κρυφοφαγωμένος, τρώγω κρυφά, χωρίς να με βλέπει κανείς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”